ρυκανίζω

ρυκανίζω
ῥυκανίζω ΝΜΑ
βλ. ροκανίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ροκανίζω — ῥυκανίζω, ΝΜΑ, και ρουκανίζω Ν, και ῥακανίζω Μ [ῥυκάνη / ροκάνα] λειαίνω ξύλο με το ροκάνι, πλανιάρω νεοελλ. 1. τρώω ή μασώ κάτι σκληρό («ροκανίζω το παξιμάδι») 2. μτφ. α) κατατρώγω, σπαταλώ («τού ροκάνισε όλη την περιουσία») β) κάνω διάρρηξη με… …   Dictionary of Greek

  • ροκάνισμα — το / ῥυκάνισμα, ΝΜΑ, και ρουκάνισμα Ν [ῥυκανίζω / ροκανίζω] το αποτέλεσμα του ροκανίζω, η λείανση ξύλου με ροκάνι, το πλανιάρισμα νεοελλ. 1. θορυβώδης μάσηση 2. συν. στον πληθ. τα ροκανίσματα και ρυκανίσματα τα ροκανίδια 3. φρ. «το ροκάνισμα τού… …   Dictionary of Greek

  • ροκανιστικός — και ρυκανιστικός, ή, ό, Ν [ροκανίζω / ρυκανίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ροκάνισμα 2. κατάλληλος για ροκάνισμα («ροκανιστικό εργαλείο») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ροκανιστικά και ρυκανιστικά η αμοιβή τού ροκανιστή, τα πλανιστικά …   Dictionary of Greek

  • ρυκάνιση — η / ῥυκάνησις ήσεως, ΝΜΑ, και ρυκάνηση Ν, και ῥυχάνησις Α το ροκάνισμα, το πλάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥυκάνιση < ῥυκανίζω, ενώ ο τ. ῥυκάνησις < αμάρτυρο, στην αρχαία, ρ. *ῥυκανῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”